- μετάπεμψιν
- μετάπεμψιςa sending forfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετάπεμψη — η (ΑΜ μετάπεμψις) [μεταπέμπω] το να στέλνει κανείς απεσταλμένο και να προσκαλεί κάποιον, πρόσκληση («οὕτως ἄπωθεν ἄντες ὥστε χαλεπήν εἶναι τὴν ἐκεῑθεν μετάπεμψιν», Στράβ.) νεοελλ. μσν. φρ. «κατά μετάπεμψιν» εκκλ. (για επίσκοπο) με ανάκληση από… … Dictionary of Greek